- κνιπολόγος
- κνιπολόγος, ὁ (Α)ονομασία είδους δρυοκολάπτη που τρέφεται με σκνίπες («ἄλλος, ὅς καλεῑται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρός, ὅσον ἀκανθυλλίς», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ -ιπός + -λόγος (< λόγος < λέγω με σημ. «συλλέγω», πρβλ. συκολόγος (επίσης ονομ. πτηνού)].
Dictionary of Greek. 2013.